σποριόφυτο — το φυτικό μόριο που αναπτύσσει σπόρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εναλλαγή γενεών — Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με… … Dictionary of Greek
γαμετόφυτο — Ο φυτικός οργανισμός που προέρχεται από ένα σπόριο και από τον οποίο σχηματίζονται οι γαμέτες του είδους του. Εμφανίζεται κυρίως στα κρυπτόγαμα φυτά, τα οποία παρουσιάζουν το φαινόμενο της εναλλαγής των γενεών. Το γ. είναι απλοβιοτικός οργανισμός … Dictionary of Greek
σποριοφυτικός — ή, ό, Ν [σποριόφυτο] φρ. «σποριοφυτική γενεά» βοτ. (στα φυτά που εμφανίζουν εναλλαγή γενεών) η διπλοειδής φάση στον κύκλο ζωής η οποία αντιπροσωπεύεται από το σποριόφυτο … Dictionary of Greek
ανθόκερος — (anthoceros). Γένος βρυοφύτων της οικογένειας των ανθοκεροτιδών. Αριθμεί περίπου 80 είδη των εύκρατων περιοχών. Το γαμετόφυτο αποτελείται από έναν φυλλοειδή θαλλό, κάτω από την επιδερμίδα του οποίου σχηματίζονται τα ανθηρίδια και τα αρχεγόνια.… … Dictionary of Greek
βρύο — το και βρύος, ο (AM βρύον) σποριόφυτο του φύλου βρυόφυτα σε υγρά μέρη και ακτές. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βρύω ή ρηματικό όνομα αυτού (πρβλ. θύω, θύον). Γι αυτές τις λέξεις δεν υπάρχει βέβαιη ετυμολογία. Τις συνέδεσαν με λατ. frutex «θάμνος,… … Dictionary of Greek
κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… … Dictionary of Greek
πτεριδόφυτα — Oνομάζονται και κρυπτόγαμα κορμόφυτα και υπάγονται στο άθροισμα των αρχεγονιατών. Είναι τα πλέον εξελιγμένα κρυπτόγαμα αφού ως φυτά έχουν βλαστό, πραγματικές ρίζες, φύλλα και αγγεία. Κατά τις περασμένες γεωλογικές περιόδους ήταν περισσότερο… … Dictionary of Greek
βρυόφυτα — Φυτά γνωστά ως βρύα ή μούσκλια, που συγκροτούν μια υποδιαίρεση του φυτικού βασιλείου και περιλαμβάνουν τα φυλλόβρυα, τα ηπατικά και τα ανθοκεροτά. Είναι φυτά κρυπτόγαμα, πράσινα, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την απουσία τυπικών λουλουδιών, καρπών… … Dictionary of Greek
ηπατικά — Χλωροφυλλούχα φυτά που ανήκουν –όπως και τα φυλλόβρυα ή μούσκλα– στα βρυόφυτα (κρυπτόγαμα). Η ονομασία τους οφείλεται σε κάποιες ομοιότητες που έχουν με το ήπαρ. Σύμφωνα με μία δοξασία, τα φυτά που μοιάζουν με κάποιο όργανο του ανθρώπου μπορούν… … Dictionary of Greek